κορμοστασιά

κορμοστασιά
η
η στάση τού ανθρώπινου σώματος, το παράστημα, κυρίως το λεβέντικο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο *κορμο-στασία με καταβιβασμό τού τόνου και συνίζηση κορμός + -στασία (< -στάτης < ασθενές θ. στᾰ- τού ἵστημι), πρβλ. επι-στασία, ορθο-στασία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κορμοστασιά — η η στάση του ανθρώπινου σώματος, παράστημα: Έχει ωραία κορμοστασιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αγγελόκορμος — η, ο αυτός που έχει αγγελικό σώμα, ωραία κορμοστασιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγγελος + κορμί] …   Dictionary of Greek

  • ανάριμμα — το 1. αυτό που ρίχνεται (π.χ. λιθάρι) 2. που πετιέται, απορρίμματα, μπάζα 3. ανάστημα, παράστημα, κορμοστασιά …   Dictionary of Greek

  • ανεντράνισμα — το (Μ ἀνεντράνισμα) 1. ματιά, βλέμμα 2. παράστημα, κορμοστασιά …   Dictionary of Greek

  • δεντρομολόχα — Ποώδες φυτό της οικογένειας των μαλαχιδών (δικοτυλήδονα), γνωστό με την επιστημονική ονομασία αλθαία η ροδίνη. Είναι αυτοφυής σε όλη την Ελλάδα. Με τις μεθόδους της επιλογής και της διασταύρωσης έχει δημιουργηθεί πλήθος ανθοκομικών ποικιλιών, με… …   Dictionary of Greek

  • ηλικία — (Νομ.). Σε αστική, σε διοικητική και σε ποινική ύλη, το δίκαιο αποδίδει ιδιαίτερη σημασία στην η. ως προς τη γενικότερη δικαιοπρακτική ικανότητα, την ευθύνη ή τις ειδικότερες συνέπειες των πράξεων ή ενεργειών του προσώπου. Σύμφωνα με τον ελληνικό …   Dictionary of Greek

  • κορμί — το (ΑM κορμίον, Μ και κορμί και κορμίν) σώμα, κυρίως ανθρώπινο, αλλά και ζώου νεοελλ. ο κορμός τού σώματος ανθρώπου ή και ζώου 2. παράστημα, κορμοστασιά 3. άνθρωπος, άτομο, πρόσωπο, ανθρώπινη υπόσταση (α. «από τα λόγια τα μορφα κορμί μεγάλον… …   Dictionary of Greek

  • λεβεντόγερος — ο γέρος με ωραία, αρρενωπή κορμοστασιά ή και με δυναμικό, ανυπότακτο χαρακτήρα …   Dictionary of Greek

  • μέγεθος — I (Αστρον.). Μέτρο της σχετικής λαμπρότητας των αστέρων και άλλων ουρανίων σωμάτων. Σήμερα, έχει πλέον επεκταθεί για να περιλάβει τα μέτρα των σχετικών εντάσεων ακτινοβολίας από σώματα όπως οι πηγές υπέρυθρης ακτινοβολίας. Όσο φωτεινότερο είναι… …   Dictionary of Greek

  • νεότητα — και νιότη και νιότης, η (ΑΜ νεότης, Μ και νεότη, Α δωρ. και κρητ. τ. νεότας και επικ. τ. νεοίη) [νέος] 1. η ιδιότητα τού νέου, η νεανική ηλικία, τα νιάτα (α. «στην καρδιά μου τη θλιμμένη την νεότητα ευθυμεί», Σολωμ. β. «ἁ νεότας μοι φίλον, ἄχθος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”